- ὑποκατάβασις
- ὑποκατά-βᾰσις, εως, ἡ,A gradual descent,
εἰς εὐτέλειαν Eust.1402.16
; glossed by παραχώρησις, Phot., Suid.;ὑ. τῆς διαίτης
reduction,Gal.
17(2).378.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἰς εὐτέλειαν Eust.1402.16
; glossed by παραχώρησις, Phot., Suid.;ὑ. τῆς διαίτης
reduction,Gal.
17(2).378.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑποκατάβασις — gradual descent fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκατάβασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [ὑποκαταβαίνω] μσν. σταδιακή κατάβαση αρχ. 1. (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φώτ.) «παραχώρησις» 2. φρ. «ὑποκατάβασις διαίτης» χαλάρωση τής θεραπευτικής αγωγής (Γαλ.) … Dictionary of Greek
ὑποκαταβάσει — ὑποκατάβασις gradual descent fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποκαταβάσεϊ , ὑποκατάβασις gradual descent fem dat sg (epic) ὑποκατάβασις gradual descent fem dat sg (attic ionic) ὑποκαταβά̱σει , ὑποκαταβαίνω descend by degrees aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκατάβασιν — ὑποκατάβασις gradual descent fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποκαταβάσεως — ὑποκαταβάσεω̆ς , ὑποκατάβασις gradual descent fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)